ξινίζω — ξινίζω, ξίνισα, ξινισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξινίζω — ξίνισα, ξινίστηκα, ξινισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι ξινό. 2. για κρασί, μεταβάλλω σε ξίδι: Αυτό το βαρέλι μάς το ξίνισε το κρασί. 3. αμτβ., γίνομαι ξινός, μεταβάλλομαι σε ξίδι. 4. το μέσ., ξινίζομαι νιώθω έντονα τη γεύση του ξινού. 5. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροξίζω — Α ξινίζω λίγο, είμαι υπόξινος, έχω λίγη ξινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀξίζω «ξινίζω»] … Dictionary of Greek
αδρίζω — [αδρός] 1. γίνομαι τραχύς, σκληραίνομαι, σκληραίνω 2. γίνομαι ξινός, ξινίζω … Dictionary of Greek
εξοξύνομαι — ἐξοξύνομαι (Α) [οξύνομαι] (για κρασί) ξινίζω … Dictionary of Greek
μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… … Dictionary of Greek
ξίνισμα — το [ξινίζω] 1. αλλοίωση τών τροφών ή τών ποτών που έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση ξινής γεύσης 2. τοποθέτηση λαχανικών μέσα σε ξίδι με σκοπό τη συντήρηση τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα … Dictionary of Greek
ξιδιάζω — 1. παρασκευάζω κάτι με ξίδι, βάζω κάτι στο ξίδι, τό κάνω ξινό, τού προσδίδω ξινή γεύση 2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, ξινίζω, γίνομαι ξίδι («το κρασί ξίδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίδι. Η γρφ. ξειδιάζω είναι εσφ. (βλ. λ. ξίδι)] … Dictionary of Greek
οξίζω — ὀξίζω και ὀξύζω (ΑΜ) [όξος] 1. (ιδίως για κρασί) έχω τη γεύση ή τη μυρωδιά ξιδιού, έχω ξινάδα, ξινίζω 2. επεξεργάζομαι κάτι με την προσθήκη ξιδιού («πόδας χοίρου ὀξίσας», Βί. Αισ.) … Dictionary of Greek
οξινίζω — [όξινος] 1. ξινίζω, καθιστώ κάτι ξινό 2. γίνομαι ξινός … Dictionary of Greek